«Μια μέρα Χριστουγέννων, ένα βιβλίο μας πήρε αγκαλιά...»
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Στο χωριό του Άγιου Βασίλη επικρατούσε πανικός. Δώρα, περιτυλίγματα, κορδέλες. Οι τελευταίες πινελιές. Το έλκηθρο είχε εφοδιαστεί με τα απαραίτητα καύσιμα: δέκα κιλά μαγικής χρυσόσκονης και ένα τεράστιο σακούλι θετικής αύρας. Τα ελάφια περίμεναν καρτερικά για το μεγάλο ταξίδι πίνοντας ζεστό χυμό μούρων. Οι λίστες με τα καλά και άτακτα παιδιά είχαν κάπου καταχωνιαστεί. Κανείς δεν γνώριζε πού. Εκτός από τον Άγιο Βασίλη ο οποίος, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, φρόντιζε έστω και την τελευταία στιγμή να τις εξαφανίζει. Όλοι ήταν αναστατωμένοι, αλλά χαρούμενοι. Σε λίγο το ταξίδι θα ξεκινούσε και, σύντομα, όλα τα παιδιά του κόσμου, καλά ή άτακτα, θα λάμβαναν το χριστουγεννιάτικο δώρο τους.
Αυτή την παγωμένη βραδιά -το θερμόμετρο έδειχνε -30 βαθμούς Κελσίου- όλοι ήταν ενθουσιασμένοι. Όλοι εκτός από τη Λάχτι και τον Όουλι, οι οποίοι εκτός από στεναχωρημένοι ήταν και πολύ πολύ θυμωμένοι. Τόσο θυμωμένοι που από τα μυτερά αυτάκια τους έβγαιναν πολύχρωμοι καπνοί.
Και φέτος τους είχαν αποκλείσει από το μεγάλο πανηγύρι της τελικής προετοιμασίας. Ο όρος ήταν ρητός: τα παιδιά ξωτικά ΔΕΝ επιτρεπόταν να είναι την Παραμονή των Χριστουγέννων έξω. Όχι μόνο επειδή είχε κρύο και υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν, αλλά κυρίως γιατί, όσες φορές τους το επέτρεψαν στο παρελθόν, όλο και κάποια μεγάλη σκανδαλιά γινόταν και έφερνε τα πάνω κάτω. Αυτή την απόφαση την είχαν πάρει τα μεγάλα ξωτικά, οι γονείς, και ήταν ο μοναδικός λόγος που διαφωνούσαν με τον αγαπημένο τους γεράκο. Εκείνος επέμενε ότι τα παιδιά έπρεπε να είναι έξω, μαζί τους, να χαίρονται και να διασκεδάζουν, όμως όταν έχεις να αντιμετωπίσεις το πείσμα δεκάδων ξωτικών, δύσκολα τα βγάζεις πέρα μ’ αυτό, ακόμα κι αν είσαι ο Άγιος Βασίλης.
Έτσι, λοιπόν, η Λάχτι και ο Όουλι, τα σκανταλιάρικα δίδυμα αδέλφια, παρόλα τα παρακάλια, τα κλάματα, ακόμα και τις απειλές που εκτόξευσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, έμειναν τελικά στο μεγαλύτερο σπίτι του χωριού μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία, αφού γκρίνιαξαν λίγο, άρχισαν να τρώνε και τις λιχουδιές που είχαν ετοιμαστεί ειδικά για την περίσταση και να παίζουν με τα εκατοντάδες παιχνίδια που τοποθετήθηκαν στον χώρο αποκλειστικά γι’ αυτά. Υποτίθεται πως θα τους πρόσεχαν τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, αλλά εκείνα προτιμούσαν να περάσουν τη βραδιά στην αίθουσα του μπόουλινγκ.
Μέσα στον γενικό χαμό κανείς δεν πρόσεξε τα δύο αδέλφια που πλησίασαν την απαγορευμένη πόρτα της μεγάλης βιβλιοθήκης.
Μετά τα Χριστούγεννα -και μόνο για έναν μήνα- ο Άγιος Βασίλης ήταν ελεύθερος να κάνει ό, τι του αρέσει. Δεν ήθελε ούτε βόλτες, ούτε διακοπές σε εξωτικά μέρη. Το μόνο που τον ευχαριστούσε και τον ξεκούραζε ήταν η παραμονή του σ’ αυτήν τη βιβλιοθήκη. Μάλιστα, λίγο πριν ξεκινήσει να μοιράσει τα δώρα, μετέφεραν εκεί ένα αναπαυτικό κρεβάτι και προετοίμαζαν το δωμάτιο ώστε, όταν επέστρεφε, να το έβρισκε καθαρό, ζεστό, με μία στοίβα ολοκαίνουργια βιβλία στο κομοδίνο του. Απολάμβανε τόσο πολύ αυτές τις μικρές πολυτέλειες που σπάνια έβγαινε από εκεί μέσα. Τα ξωτικά τον ξανάβλεπαν τον Φεβρουάριο, όταν δηλαδή ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για τα επόμενα Χριστούγεννα. Και έμοιαζε τόσο φρέσκος και ξεκούραστος που δύσκολα θα πίστευε κανείς την ηλικία του (κόντευε τα 985, αν και όλοι υποψιάζονταν πως… έκρυβε χρόνια!).
Θα αναρωτηθείτε βέβαια και με το δίκιο σας τι ζητούσαν η Λάχτι και Όουλι, που θεωρούσαν τα βιβλία βαρετά και κουραστικά, έξω από τη βιβλιοθήκη. Αν ξαναδιαβάσετε την ιστορία από την αρχή, δεν θα αργήσετε να το καταλάβετε. Αυτό που ήθελαν ήταν να πάρουν εκδίκηση και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να το κάνουν; Μα φυσικά με το να χαλάσουν το πρόγραμμα του Άγιου Βασίλη! Τον αγαπούσαν και δεν ήθελαν να του κάνουν κακό, όμως με αυτό τον τρόπο θα έδιναν ένα καλό μάθημα στα μεγάλα ξωτικά τα οποία, για άλλη μία φορά, είχαν αποκλείσει τα παιδιά από την τελική προετοιμασία.
Πώς όμως δύο μικρά ξωτικά θα κατάφερναν να μπουν σε έναν χώρο που ήταν κλειδωμένος και διπλοκλειδωμένος; Μόνο με έναν τρόπο. Είχαν φροντίσει να πάρουν από τον σάκο με τα παιχνίδια λίγη από τη μαγική σκόνη που επέτρεπε στον Άγιο Βασίλη να τρυπώνει σε όλα τα σπίτια σαν κύριος, είτε είχαν είτε δεν είχαν καμινάδα.
Με δυο κινήσεις έριξαν τη σκόνη, αφού πρώτα επιβεβαίωσαν ότι δεν τους παρακολουθούσε κανείς. Η πόρτα άνοιξε από μόνη της σαν να τους καλοσώριζε. Μπαίνοντας στο απαγορευμένο δωμάτιο τα έχασαν! Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με γιγάντιες βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία, βιβλία, βιβλία. Ταξινομημένα ανά θέμα, μέγεθος, ακόμα και ανά χρώμα. Ήταν η πρώτη φορά που η Λάχτι και ο Όουλι έβλεπαν τόσα πολλά βιβλία! Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν αμίλητοι, τόσο εντυπωσιασμένοι, έτοιμοι να επιστρέψουν στη μεγάλη σάλα και να παίξουν μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Ένα βλέμμα που αντάλλαξαν μεταξύ τους ήταν αρκετό για να τους επαναφέρει στο σχέδιό τους. Όχι! Έπρεπε να εκδικηθούν!
Με μεγάλη μανία άρχισαν να άρπαζουν ό, τι βιβλίο έβρισκαν μπροστά τους και να το κάνουν κομματάκια. Έκοβαν και έκοβαν και έκοβαν. Κι όταν κουράζονταν ξαπόσταιναν για λίγο και μετά ξανασυνέχιζαν. Λίγο πριν αποτελειώσουν μία ολόκληρη στήλη με παραμύθια, ακούστηκε μία γλυκιά μελωδία. Τα φώτα έσβησαν. Κάτι ασημένιο εμφανίστηκε ακριβώς από πάνω τους. Πριν καλά καλά προλάβουν να συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο, εκείνο κατέβηκε στο ύψος τους, μεγάλωσε, μεγάλωσε, έγινε μια απαλή φωλιά, σήκωσε τα παιδιά σαν πούπουλα και τα τοποθέτησε πάνω του. Δύο σελίδες έγιναν χέρια και τα αγκάλιασαν. Αιφνιδιασμένα, δεν αντέδρασαν καθόλου. Σε λίγο το βιβλίο άρχισε να μιλάει. Άρχισε να διηγείται ιστορίες: χαρούμενες, αστείες, συγκινητικές. Η Λάχτι και ο Όουλι δεν χόρταιναν να ακούνε…
Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο Άγιος Βασίλης άνοιξε την πόρτα της μεγάλης βιβλιοθήκης ήρεμος ότι είχε κάνει το καθήκον του και χαρούμενος που είχε έρθει η ώρα, μετά από έναν κοπιαστικό χρόνο, να βυθιστεί στις σελίδες των βιβλίων του και να ξεκουραστεί, έκπληκτος είδε δύο μικρά παιδιά να κοιμούνται στο κρεβάτι του αγκαλιά με ένα βιβλίο! Τα ήξερε! Ήταν η Λάχτι και ο Όουλι! Τα πιο ζωηρά ξωτικά που μισούσαν τα βιβλία και σκάρωναν συνεχώς σκανδαλιές. Σίγουρα κάτι σοβαρό είχε συμβεί για να βρίσκονται εκεί... Κατά τ’ άλλα όλα ήταν όπως τα περίμενε. Ένα καθαρός, ζεστός και φωτεινός χώρος!
Κανείς δεν έμαθε ποτέ ούτε για το μαγικό βιβλίο, ούτε για το τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ σε κείνο το δωμάτιο.
Από τότε έχουν περάσει χρόνια και χρόνια. Πολλά έχουν αλλάξει, πολλά έχουν μείνει ίδια κι απαράλλαχτα. Μη με ρωτήσετε τι απέγιναν η Λάχτι και ο Όουλι. Απλά, την επόμενη φορά που κάποιος θα σας κάνει δώρο ένα βιβλίο για τα Χριστούγεννα, παρατηρήστε το λίγο πιο προσεκτικά. Πού ξέρετε; Μπορεί σε κάποια σελίδα να δείτε τα παιχνιδιάρικα προσωπάκια δύο ξωτικών να σας χαμογελούν και να σκορπούν γύρω σας αστερόσκονη –αυτή τη μαγική σκόνη που θα σας κάνει να αφουγκραστείτε με όλη σας την ψυχή την αδιαμφισβήτητη ομορφιά και την αληθινή απόλαυση που κρύβουν τα βιβλία.
Από το χωριό του Άγιου Βασίλη με αγάπη,
Γιώτα Κοτσαύτη.
(ανέκδοτο κείμενο)
Για το BOOK-TOUR, Γιώτα Κοτσαύτη.
«…Μέσα στο κεφάλι μου έχω ολόκληρη στρατιά από ανθρώπους που παρακαλούν να βγουν έξω και να πάρουν διαταγές…»
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ, Η τέχνη της γραφής, εκδόσεις Πατάκη
Αφορμή για την ιστορία στάθηκε ένα παιχνίδι που ξεκίνησε στο προφίλ της αρθρογράφου με την ετικέτα #φωτογραφίες_που_εμπνέουν και με τη λεζάντα «Αν σου ζητούσαν να δώσεις έναν τίτλο σ' αυτή τη φωτογραφία, τί θα έλεγες...;». Οι τίτλοι που δόθηκαν ήταν πάρα πολλοί όμως αυτός που ψηφίστηκε με τα περισσότερα «Μου αρέσει» ήταν «Μια μέρα Χριστουγέννων, ένα βιβλίο μας πήρε αγκαλιά…» της Τίνας Χαραλάμπους. Με βάση αυτόν γράφτηκε το παραπάνω κείμενο.
Αν θέλεις και συ να συμμετέχεις στο παιχνίδι μας, έλα κάθε Σαββατοκύριακο στο προφίλ:
https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous
και άφησε το σχόλιό σου κάτω από την προτεινόμενη φωτογραφία.
Μ' ένα βλέμμα κι ένα φιλί!
Βραχεία λίστα
Κρατικών Βραβείων Κύπρου
Κατηγορία: Λογοτεχνία για μεγάλα παιδιά και εφήβους
ΜΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Δυο χέρια πλέκουν την αγάπη