Ιστορίες καλοκαιρινής παράνοιας
Μόλις σιγουρεύτηκε πως η γυναίκα του κοιμόταν βαριά, κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε με προσοχή το πρώτο συρτάρι και πήρε το μεγάλο μαύρο μαχαίρι. Ο ιδρώτας από το πρόσωπο και το σώμα του έσταζε σαν ποτάμι. Ο καύσωνας ήταν αβάσταχτος. Το ίδιο κι η γκρίνια της. Αυτό το βράδυ όμως θα έπαιρνε επιτέλους την εκδίκησή του. Κοίταξε το ατσάλι τού μαχαιριού και χαμογέλασε. Σε λίγο θα τελείωναν όλα. Πλησίασε αθόρυβα και άρχισε να κόβει με μανία τη σάρκα. Οι υγρές πιτσιλιές έπεφταν στους τοίχους βροχή. Όταν τελείωσε, έκατσε να απολαύσει τους κόπους του. Ένα γεμάτο μπωλ με καρπούζι τον περίμενε στον πάγκο. Θα έτρωγε όσο ήθελε και ας έφτανε το ζάχαρο στα ύψη. Για πρώτη φορά θα ευχαριστιόταν ένα ολόκληρο καρπούζι ολομόναχος, χωρίς τη μουρμούρα της. Το υπνωτικό που έριξε στο νερό της θα την κρατούσε σε λήθαργο για μερικές ακόμα ώρες...
Γιώτα Κοτσαύτη (ανέκδοτο κείμενο)
Για το BOOK-TOUR, Γιώτα Κοτσαύτη.
«…Μέσα στο κεφάλι μου έχω ολόκληρη στρατιά από ανθρώπους που παρακαλούν να βγουν έξω και να πάρουν διαταγές…»
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ, Η τέχνη της γραφής, εκδόσεις Πατάκη